Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945 με τον κόσμο να χωρίζεται σε δύο αντίπαλες πλευρές, στις δυνάμεις των Συμμάχων και στις δυνάμεις του Άξονα. Επρόκειτο για ένα πόλεμο με ανυπολόγιστες απώλειες, ίσως τον πιο πολύνεκρο της σύγχρονης ιστορίας, και το ξέσπασμά του οφειλόταν σε πολλούς και περίπλοκους παράγοντες. Αυτοί που πολέμησαν στον πόλεμο εκείνο έχουν πλέον φύγει, ενώ τα παιδιά του πολέμου βρίσκονται ήδη σε μεγάλη ηλικία. Μαζί με όλους αυτούς που φεύγουν, χάνεται και η πρωτογενής μνήμη του πολέμου. Τη θέση της παίρνει μια δευτερογενής, έμμεση προσωπική και συλλογική μνήμη, και στο άρθρο αυτό γίνεται μια πρώτη απόπειρα μελέτης της με έμφαση στη λεγόμενη Gen Z, τους νέους δηλαδή που γεννήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στην πλειονότητά τους, οι νέοι αυτοί έχουν παππούδες και γιαγιάδες που έζησαν τον πόλεμο -κυρίως ως παιδιά- και τους αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους. Πως λοιπόν ΄σώζονται αυτές οι ιστορίες από τη Gen Z; Με άλλα λόγια, πως “θυμάται” η GEN Z το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Η Ελλάδα σε πόλεμο
Όταν η Ρουμανία αποφάσισε να επιτρέψει στη ναζιστική Γερμανία να ελέγξει τα πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της περιοχής Πλοέστι, ο Μουσολίνι αισθάνθηκε απειλούμενος από τη δύναμη που θα καταλάμβανε ο Χίτλερ. Έτσι, έδωσε τελεσίγραφο στην Ελλάδα: ελεύθερη διέλευση και έλεγχος στρατηγικών σημείων, ή πόλεμος. Η απάντηση του Μεταξά σηματοδότησε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι ελληνικές δυνάμεις, ωστόσο, κατάφεραν να απωθήσουν την ιταλική επίθεση στα βουνά της Πίνδου και μάλιστα να προελάσουν στη Νότια Αλβανία. Θέλοντας να “συμμαζέψει” την ήττα του συνεργάτη του, ο Χίτλερ έβαλε μπρος το σχέδιο Μαρίτα. Ο Μεταξάς προσπάθησε να πείσει την Βέρμαχτ ότι οι Έλληνες ήθελαν να αποφύγουν τον πόλεμο και δεν προκάλεσαν την εισβολή των Ιταλών, όμως ο γερμανικός στρατός σε συντονισμό με το βουλγαρικό εισέβαλαν στις 6 Απριλίου 1941 στην δυτική Μακεδονία. Μέσα σε δύο εβδομάδες περίπου είχαν καταληφθεί τα Ιωάννινα και στις 27 Απριλίου οι Ναζί ήταν σην Αθήνα. Στη συνέχεια, διορίστηκε κατοχική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου (πιστό στην ιδεολογία του Φύρερ), ενώ η νόμιμη κυβέρνηση έφυγε στο Κάιρο. Η χώρα χωρίστηκε τότε σε τρεις ζώνες κατοχής: Βουλγαρική, Γερμανική και Ιταλική.
Η Ελλάδα σε Αντίσταση και τα Γερμανικά Αντίποινα
Το φαινόμενο της Αντίστασης γεννήθηκε αμέσως μόλις ξεκίνησε η κατοχή. Μικρές ή μεγάλες ομάδες ανθρώπων αποφάσιζαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και να στηρίξουν τους συνανθρώπους τους. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ, η Μπουμπουλίνα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, η ΠΕΑΝ είναι μερικές από τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις οι οποίες σχηματίστηκαν. Δρούσαν κυρίως στα ορεινά, αλλά προσπαθούσαν να βοηθήσουν, κυρίως σε ζητήματα σίτισης, και τις πεδινές περιοχές και τα αστικά κέντρα. Η δράση τους φυσικά ενοχλούσε τον κατακτητή και έτσι αποφασίστηκε να εφαρμοστεί μια απάνθρωπη τακτική εξόντωσης και τρομοκρατίας, η πολιτική των αντιποίνων.
Τα Αντίποινα της Βέρμαχτ, που είχαν σκοπό όχι μόνο τη συντριβή της Αντίστασης, αλλά και την κάμψη του ηθικού του λαού, ο οποίος αντιμετωπιζόταν ως καταρχήν ύποπτος, βασίστηκαν στη λογική ότι «η τρομοκρατία πρέπει να πληρώνεται με τρομοκρατία». Οι Ναζί είχαν μάλιστα ορίσει το πόσοι Έλληνες θα έπρεπε να εκτελούνται για κάθε θάνατο Γερμανού στρατιώτη. Η αναλογία ήταν προφανώς δυσανάλογη. Έτσι, έλαβαν χώρα, μεταξύ πολλών άλλων φρικαλεοτήτων, χιλιάδες εκτελέσεις ανδρών και αμάχων, πολλά ολοκαυτώματα χωριών και βάρβαρες σφαγές όπως για παράδειγμα στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα.
H GEN Z “θυμάται”
Όλα τα παραπάνω σημάδεψαν γενιές Ελλήνων, και πολλές προσωπικές μαρτυρίες κατάφεραν να διασωθούν χάρη στην προφορική ή γραπτή καταγραφή τους. Η προφορική ιστορία είναι μία χρήσιμη μέθοδος για τους ιστορικούς, προκειμένου να καταγράφουν αυτούσια τα συμβάντα με μία πιο υποκειμενική οπτική, αυτή του προσώπου που αφηγείται. Η προφορική ιστορία είναι η πηγή και όσων συμμετείχαν στην έρευνά μας, οι οποίοι ανήκουν στη λεγόμενη γενιά Gen Z και μοιράστηκαν μαζί μας μία ιστορία την οποία τους είχαν αφηγηθεί οι παππούδες τους. Προφανώς, η μνήμη της Gen Z από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι πρωτογενής, μα μεσολαβημένη. Παρόλα αυτά έχει αξία όχι μόνο γιατί συνιστά ό,τι πιο “ζωντανό” μάς βρίσκεται πέρα από τα ιστορικά κείμενα, αλλά και γιατί η παρουσία της -σε όποιο βαθμό υπάρχει- διαμορφώνει αντιλήψεις. Ζητήσαμε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα να μοιραστούν μαζί μας μια ιστορία από τον πόλεμο, ακριβώς όπως τη θυμούνται από τους προγόνους τους, καθώς και να εκφράσουν ελεύθερα μια σκέψη ή κάποιο συναίσθημα που τους γεννά η “μνήμη” αυτή. Ας τους διαβάσουμε…
Ο προπάππους μου, Έλληνας στους Αγίους Σαράντα, συμμετείχε στην αντίσταση εναντίον των Ιταλών κάνοντας σαμποτάζ. Συνελήφθη τρεις φορές και γλίτωσε και τις τρεις την εκτέλεση. Δε θυμάμαι τις ιστορίες όλες, μόνο ότι μία από τις φορές που πήγε για εκτέλεση σώθηκε χάρη σε έναν Αλβανό που είδε τα παπούτσια του προπάππου και τα αναγνώρισε, αφού τα είχε κατασκευάσει ο αδερφός του που ήταν παπουτσής. Την ιστορία μού την έχει διηγηθεί η γιαγιά μου. ~ Γ.Κ.
Η οικογένεια της γιαγιάς μου από ένα χωριό της Λακωνίας ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη και είχαν πολλά μετρητά γιατί δάνειζαν τους συγχωριανούς τους. Με τον πληθωρισμό της κατοχής, η χρηματική τους περιουσία εξανεμίστηκε. Δε θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες. ~ Ζ.Κ.
Έξω από το σπίτι του παππού μου σε ένα χωριό της Μεσσηνίας βρήκαν έναν Αυστριακό στρατιώτη τραυματισμένο. Η μητέρα του παππού μου τον πήρε μέσα και τον περιέθαλψαν. Λίγες μέρες μετά, σε αντίποινα για μια επίθεση των ανταρτών, οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Λέγεται ότι μόνο το σπίτι του παππού μου δεν πείραξαν, αφού βρήκαν εκεί μέσα τον Αυστριακό. Το σπίτι το λεηλάτησαν όμως στη συνέχεια οι συγχωριανοί. ~ Χ.Μ.
Η γιαγιά μου βρισκόταν στην Πάτρα, όταν η πόλη βομβαρδίστηκε από τις Ιταλούς. Μου έχει πει ότι περπατούσε στον πεζόδρομο τις Τριών Ναυάρχων την ώρα του βομβαρδισμού. Η Πάτρα ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που βομβαρδίστηκαν σε αυτή την πρώτη περίοδο του πολέμου. ~ Μ.Ρ.
Ο παππούς μου ήταν αγωνιστής του ΕΑΜ στην περιοχή της Αχαΐας, γύρω από τα Καλάβρυτα. Συμμετείχε στις μάχες εναντίον των Γερμανών, στα χωριά Ζαχλορού, Σουδενά και Κερπινή. Ωστόσο, γνωρίζω περισσότερα για τη δράση του (εκτός Αχαΐας) κατά την περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-49) που ακολούθησε. Το κομμάτι της εθνικής αντίστασης είναι αυτό που μου προκαλεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση, αφού νιώθω ότι έχω μια “ιστορική κληρονομιά” από τον παππού μου. ~ Ε.Ρ.
Η γιαγιά μου ζούσε σε ένα μικρό χωριό έξω από τα Καλάβρυτα, ονόματι Τρεχλός. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει ότι άκουγαν το θόρυβο των στρατιωτικών αεροπλάνων, τα οποία φαίνονταν στον ουρανό σαν πουλιά, ενώ είχαν τρέξει να κρυφτούν στην πλαγιά του χωριού, ακούγοντας τους βομβαρδισμούς σε κοντινή απόσταση. Μάλιστα, καθώς ο πατέρας της γιαγιάς μου ήταν γιατρός και διατηρούσε ιατρείο κάτω από το σπίτι του, είχε δεχτεί πολλές φορές τραυματισμένους στρατιώτες και όχι μόνο, για να τους χειρουργήσει. Η γιαγιά μου, αν και πολύ μικρή σε ηλικία, βοηθούσε στο ιατρείο. Έτσι, είχε δει με τα μάτια της τα περιστατικά και τις σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι νοσηλεύονταν, ακρωτηριάζονταν κλπ. ~ ΜΙ.Ρ.
“..οι Ιταλοί δεν μας πείραξαν..” είναι η ατάκα που μου έχει μείνει από τη γιαγιά μου. Η γιαγιά είχε χάσει τον πατέρα της πριν τον πόλεμο με αποτέλεσμα να είναι μέλος μίας μονογονεϊκής οικογένειας η οποία αποτελούταν από πέντε παιδιά. Σε μία έφοδο που έκαναν οι Ιταλοί στρατιώτες στο σπίτι της, σε ένα ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, παρά τον επιθετικό τους τόνο και την γενναιότητα της προγιαγιάς μου να τους αντιμετωπίσει λεκτικά, οι ίδιοι δεν πήραν τίποτα, δεν τους πείραξαν, απλά έφυγαν και δεν ξανά ενόχλησαν ποτέ το σπίτι τους. Η συγκεκριμένη ιστορία μού γεννά τη σκέψη ότι σε έναν πόλεμο, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν γενικεύσεις: ακόμα κι ένας στρατιώτης φασιστικού καθεστώτος μπορεί να συμπεριφερθεί με κάποια ενσυναίσθηση αντικρίζοντας μία ταλαιπωρημένη οικογένεια. ~ Σ.Π.
Μια ιστορία που άκουγα σε πιο νεαρή ηλικία. Ήταν όταν πήγαν να κρεμάσουν τον παππού μου, ο οποίος βρισκόταν τότε σε νεαρή ηλικία, αν δεν κάνω λάθος, για κάτι που είχε κάνει. Η εκτέλεση θα είχε πραγματοποιηθεί, αλλά παρακάλεσαν έναν αξιωματικό, λέγοντας του πως το παιδί είναι του γιατρού, να πάρει ένας ηλικιωμένος κύριος τη θέση του (ο οποίος είχε προσφερθεί), επειδή τότε ο παππούς μου ήταν παιδάκι. Έτσι έγινε λοιπόν, για να γλυτώσει το παιδί, θυσιάστηκε ένας άλλος άνθρωπος. Αυτή η ιστορία, μου προκαλεί συναισθήματα θλίψης και οργής για τις φρικαλεότητες που είχαν γίνει τότε, όχι μόνο για αυτές που μάθαμε, αλλά και για αυτές που δεν μάθαμε. ~ Κ.Π.
Η γιαγιά μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σκαφιδάκι, ένα χωριό της Αργολίδας. Ήταν περίπου 10 χρόνων όταν ξεκίνησε η κατοχή στην Ελλάδα. Η γιαγιά μου, μικρό παιδί τότε, δεν καταλάβαινε και πολλά. Όχι μόνο, λόγω της ηλικίας της, αλλά και γιατί στα χωριά, η πείνα και τα βάσανα δεν ήταν τόσο έντονα όσο στις πόλεις, αφού οι ίδιοι οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τις σοδειές τους. Όμως, υπήρχαν πολλές περιπτώσεις, που Γερμανοί και Ιταλοί κατακτητές έπαιρναν τις καλλιέργειες των χωρικών, έβαζαν φωτιές στα χωράφια τους και σκότωναν τα ζώα των κτηνοτρόφων ως αντίποινα. Η βιαιότητα της γερμανικής κατοχής και στην Ελλάδα, είναι ένα μελανό σημείο στην ιστορία. Θεωρώ πως είναι χρέος όλων μας να μην επιτρέψουμε να ξανασυμβεί ένα παρόμοιο γεγονός. Μπορεί η νεότερη γενιά να μην έζησε το λιμό, την εξαθλίωση και τον φόβο, αλλά οι μνήμες καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα μας, μέσω των μαρτυριών. Και κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σπουδαίο. ~ Η.Κ.
Πόσο “θυμόμαστε”;
Αυτές οι ιστορίες προέρχονται από όσους συμμετείχαν στην έρευνά μας. Θα ήταν όμως λάθος να βασιστούμε μόνο σε αυτές. Πολλοί ήταν εκείνοι που είτε αδιαφόρησαν να συμμετάσχουν είτε δε θυμόυνταν πραγματικά καμία ιστορία για τον πόλεμο. Πόσο λοιπόν “θυμάται” η Gen Z και τι ακριβώς θυμάται; Και τι άραγε θα θυμάται η επόμενη γενιά; Οι παραπάνω “μνήμες”, πέρα από την αξία τους και τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν, αποκαλύπτουν ότι η “μνήμη” του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και της ειδικής του “φύσης” ξεθωριάζει. Εξάλλου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες οι αναφορές στην ιδεολογική διάσταση του πολέμου εκείνου. Η νέα γενιά σε γενικές γραμμές φαίνεται να μη γνωρίζει ή ακόμα και να αδιαφορεί για ένα ιστορικό γεγονός τα αποτελέσματα του οποίου είναι ορατά ακόμα και στις μέρες μας. Ίσως η λήθη αυτή να μην είναι άσχετη και με την άνοδο ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην Ελλάδα. Μολονότι σε πολλούς προξένησε εντύπωση το φαινόμενο της εμφάνισης και ενίσχυσης της Χρυσής Αυγής κατά τα προηγούμενα χρόνια, η άγνοια για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το “ξέχασμα” της φρίκης και των δεινών του ίσως το εξηγεί. Ειδικά στους νέους το 2015 η απήχηση του κόμματος βρισκόταν σε επίπεδο 11%. Μάλιστα, παρά την καταδίκη της Χ.Α. ως εγκληματικής οργάνωσης, οι ακροδεξιές τάσεις δεν κάμφθηκαν, ακόμα και στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε το φαινόμενο αυτό καθαρά ελληνικό. Αντίστοιχη παρουσιάζεται η κατάσταση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σαν η φρίκη του ναζισμού και του πολέμου να μην υπάρχουν πια στη συλλογική μας αντίληψη… Η μόνη λύση είναι να στηριχτούμε στην όποια, έστω έμμεση, “μνήμη” σώζεται, καθώς και στην ιστορική μελέτη, έτσι ώστε να διατηρήσουμε τα κεκτημένα της ελευθερίας και της δημοκρατίας για τα οποία αγωνίστηκαν αυτοί που τώρα δεν είναι κοντά μας.
Σχετικά με τη συγγραφέα
Η Σοφία Πιτσινέλη σπούδασε ιστορία στο ΕΚΠΑ και εργάζεται στη Greek Ancestry ως ερευνήτρια.